- δωδεκαπλασιάσας
- δωδεκαπλασιά̱σᾱς , δωδεκαπλασιάζωmultiply by twelvefut part act fem acc pl (doric)δωδεκαπλασιά̱σᾱς , δωδεκαπλασιάζωmultiply by twelvefut part act fem gen sg (doric)δωδεκαπλασιάσᾱς , δωδεκαπλασιάζωmultiply by twelveaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.